- αλλοτριώνω
- (Α ἀλλοτριῶ, -όω)1. κάνω κάτι αλλότριο, ξένο, αποξενώνω2. παθ. περιέρχομαι στην κυριότητα άλλουνεοελλ.1. μεταβιβάζω σε άλλον την κυριότητα, εκποιώ, πουλώ2. αφαιρώ την ελευθερία κάποιου, τόν αποξενώνω από τον εαυτό τουαρχ.Ι. ενεργ.1. στερώ, αποστερώ2. (με την αυτοπαθή αντωνυμία) ἀλλοτριῶ ἐμαυτόν κρατώ τον εαυτό μου μακριά από κάτι, αποφεύγω3. κάνω κάτι δυσμενές, εχθρικό σε κάποιον || μέσ.1. γίνομαι εχθρικός, δυσμενής προς κάτι, αποξενώνομαι2. αποκρύπτω τον εαυτό μου από κάποιον για να μη με αναγνωρίσει αλλάζοντας την εξωτερική μου εμφάνιση με μεταμφίεση3. μεταβάλλομαι, γίνομαι διαφορετικός από ό,τι εκ φύσεως είμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος.ΠΑΡ. ἀλλοτρίωσις (-η)].
Dictionary of Greek. 2013.